- στιβαδεύω
- Α [στιβάς, -άδος]χρησιμεύω ως στρωμνή για τα ζώα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιβαδευόμενον — στιβαδεύω use as litter pres part mp masc acc sg στιβαδεύω use as litter pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστιβαδεύομαι — (Μ) (αποθ.) βρίσκομαι πάνω σε κουβέρτες, κατάκειμαι πάνω σε στρώμα από άχυρα, σε κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στιβαδεύω / ομαι «χρησιμεύω ως στρώμα» (< στιβάς, άδος)] … Dictionary of Greek
καταστιβαδεύονται — κατά στιβαδεύω use as litter pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)